alt

 

Περιεχόμενα 

Σημείωμα Διευθυντή Σύνταξης

Πολύβιος Ανδρούτσος: Έρευνα και διδακτική πράξη: Διάλογος ή χάσμα; (σ.σ. 5-19)

Η παρούσα εργασία διερευνά τη σχέση μεταξύ μουσικοπαιδαγωγικής έρευνας και διδακτικής πράξης. Όπως προκύπτει από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας υπάρχει χάσμα μεταξύ έρευνας και διδακτικής πράξης. Καταρχήν παρουσιάζεται ο σχετικός προβληματισμός που απασχολεί τη διεθνή μουσι- κοπαιδαγωγική κοινότητα και εξετάζονται τα αίτια του προβλήματος. Στη συνέχεια παρουσιάζονται επιτυχημένα παραδείγματα προσπαθειών γεφύρωσης του χάσματος, και αναζητούνται τρόποι για την επίτευξη γόνιμου και αποτελεσματικού διαλόγου. Προς αυτή την κατεύθυνση, γίνονται προτάσεις, βασισμένες σε επιτυχημένες πρακτικές συνεργασίας μεταξύ ερευνητών και εκπαιδευτικών, που μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος. Τέλος, προτείνονται κάποιοι τρόποι ώστε το πρόβλημα αυτό να μην παρουσιαστεί στην Ελληνική μουσικοπαιδαγωγική πραγματικότητα.

Χρύσα Κίτσιου: «Έλεγχος Μουσικών Ακουστικών Ικανοτήτων». Ανάλυση και αξιολογική προσέγγιση παρόμοιας συστηματικής διαδικασίας (σ.σ. 20-41)

Η παρούσα εργασία ασχολείται με τη διερεύνηση του νέου τρόπου εξέτασης της «Υπαγόρευσης Μουσικού Κειμένου (Ντικτέ)» στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Η διερεύνηση αφορά τη δομή, το περιεχόμενο και την εφαρμογή του τεστ. Για τη διερεύνηση αυτή δημιουργήθηκαν δυο τεστ όμοια με αυτά των πανελληνίων εξετάσεων του 2003 και 2004, τα οποία εφαρμόστηκαν σε 178 τελειόφοιτους και απόφοιτους μαθητές. Η συνολική εφαρμογή των τεστ έγινε σε συνθήκες τέτοιες που θεωρούνται αντιπροσωπευτικές των πανελληνίων εξετάσεων. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από πρωτοετείς φοιτητές που εισήχθησαν σε τμήματα Μουσικών Σπουδών κατόπιν εξέτασης με τον νέο τρόπο «Έλεγχος Μουσικών Ακουστικών Ικανοτήτων». Από τη θεωρητική προσέγγιση του συνόλου του τεστ, από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη στατιστική και περιγραφική ανάλυση των αποτελεσμάτων των τεστ, από τις απαντήσεις και παρατηρήσεις που προέκυψαν από τα ερωτηματολόγια, αλλά και από την έρευνα γύρω από τις συνθήκες διεξαγωγής της εξέτασης στις πραγματικές συνθήκες των πανελληνίων εξετάσεων, φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που θα πρέπει να επανεξεταστούν και πιθανόν να διορθωθούν, για την αποφυγή αντίστοιχων προβλημάτων, που μειώνουν την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων του τεστ, σε εφαρμογές αντίστοιχων τεστ στις εξετάσεις των επόμενων ετών. Στόχος της εργασίας αυτής είναι η έναρξη μιας προσπάθειας για μελλοντική δημιουργία συνθηκών, τέτοιων, που θα εξασφαλίζουν την επιλογή των ικανότερων-καταλληλότερων υποψηφίων για την εισαγωγή στα τμήματα Μουσικών Σπουδών της Ελλάδας.

Δήμητρα Κόνιαρη: Απόλυτη ακοή: σύντομη ανασκόπηση στο μύθο και την πραγματικότητα (σ.σ. 42-49)

Η απόλυτη ακοή είναι μια ικανότητα που εμφανίζεται κυρίως σε μουσικούς που ξεκίνησαν συστηματική μουσική εκπαίδευση σε πολύ μικρή ηλικία. Οι τελευταίες έρευνες αναφέρουν την ηλικία των 9 ετών ως ορόσημο για την απόκτηση της απόλυτης ακοής. Μελέτες που έγιναν με νευροαπεικονιστικές τεχνικές παρουσιάζουν δομικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στον εγκέφαλο των μουσικών με απόλυτη ακοή και στον εγκέφαλο των μουσικών χωρίς απόλυτη ακοή. Αυτό που διχάζει ακόμη και σήμερα τους ερευνητές είναι το κατά πόσο οι παραπάνω διαφοροποιήσεις οφείλονται κατεξοχήν στην ευπλαστότητα του εγκεφάλου και εξαρτώνται από τα μουσικοπαιδαγωγικά ερεθίσματα στα οποία θα εκτεθεί ο εγκέφαλος σε κρίσιμα για την ανάπτυξή του στάδια, ή επηρεάζονται από γονιδιακούς και νευρολογικούς παράγοντες. Όποια και να είναι η τελική εξήγηση για την εμφάνιση της απόλυτης ακοής, το γεγονός ότι εμφανίζεται κυρίως σε μουσικούς που άρχισαν συστηματική μουσική εκπαίδευση πριν από την ηλικία των 9 ετών υποδεικνύει τη μεγάλη σημασία της κατάλληλης μουσικοπαιδαγωγικής προσέγγισης που πρέπει να έχουν τα παιδιά της προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας. Επειδή οι μουσικές εμπειρίες στις οποίες εκτίθονται σε αυτές τις ηλικίες μπορεί να επηρεάσουν ανεπιστρεπτί το μουσικό τους δυναμικό, είναι σημαντικό να τους τις προσφέρουν εξειδικευμένοι μουσικοπαιδαγωγοί οι οποίοι γνωρίζουν τις διδακτικές προσεγγίσεις με τις οποίες θα ενδυναμώσουν με φυσικό τρόπο τη μουσική ανάπτυξη των παιδιών.

Μαρίζα Βαμβουκλή: Δυσλεκτικά παιδιά & μουσική διδασκαλία: αναγνωρίζοντας και ξεπερνώντας τις δυσκολίες (σ.σ. 50-62)

«Γνώση είναι η εμπειρία, οτιδήποτε άλλο είναι πληροφόρηση.» Albert Einstein

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη διδασκαλία της μουσικής σε δυσλεκτικά παιδιά, τη φύση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν και τη μεγάλη ανάγκη για ιδιαίτερη αντιμετώπισή τους. Η τελευταία συνίσταται σε έναν αναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων στη μουσική εκπαίδευση, επανεκτίμηση του ρόλου της μουσικής σημειογραφίας (με την έννοια ότι η ‘παντοκρατορία’ της σημειογραφίας δεν είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο) και αναγνώριση της αναγκαιότητας για ιδιαίτερη προσέγγιση: βιωματική, απευθυνόμενη σε όσο το δυνατόν περισσότερες αισθήσεις, συστηματική, προχωρώντας βήμα προς βήμα και δίνοντας προβάδισμα στην πράξη και εμπειρία έναντι της θεωρίας και των συμβόλων. Συγκεκριμένες προτάσεις γίνονται για παραμέτρους της μουσικής που επιδέχονται εξάσκηση και βελτίωση, όπως η αίσθηση του ρυθμού, του τονικού ύψους, της αρμονίας και των τονικών κέντρων και η κατανόηση της δομής και της φόρμας των μουσικών έργων. Γίνεται μια σύντομη αναφορά στην καταλληλότητα της μεθόδου Kodaly και τέλος τονίζεται το γεγονός ότι οι δυσλεκτικοί μαθητές χρειάζονται επιπλέον ενθάρρυνση από τους άλλους μαθητές, καθώς η γενική τους αυτοπεποίθηση ως άτομα έχει το πιθανότερο δεχτεί σημαντικά πλήγματα στην καθημερινή τους ζωή. Η μουσική υποστηρίζεται ως μια ασχολία, αν όχι πάντα ικανή να επουλώσει πληγές, σίγουρα όμως ως σταθερή πηγή απόλαυσης και δημιουργίας.

Έβη Παπανικολάου: Η μέθοδος GIM (Guided Imagery and Music) ως θεραπευτική προσέγγιση σε παιδιά και εφήβους (σ.σ. 63-72)

Το GIM (Guided Imagery and Music) είναι μια μέθοδος μουσικά υποβοηθούμενης ψυχοθεραπείας που έχει χρησιμοποιηθεί σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο με διαφορετικούς πληθυσμούς και για διαφορετικούς θεραπευτικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Η μέθοδος συνίσταται σε μία προκαταρκτική συζήτηση μεταξύ πελάτη και θεραπευτή, ακολουθούμενη από μουσική ακρόαση συγκεκριμένων προγραμμάτων κλασσικής μουσικής. Ο πελάτης βρίσκεται σε φάση χαλάρωσης και βιώνει εικόνες, αναμνήσεις, σκέψεις, ή συναισθήματα μέσα από αυτό το μουσικό ταξίδι. Η συνεδρία κλείνει με την επεξεργασία του υλικού και του συμβολισμού των εικόνων όπως έχουν προκύψει από την μουσική ακρόαση. Στις ατομικές συνεδρίες, ο πελάτης βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον θεραπευτή κατά την διάρκεια της μουσικής ακρόασης, ενώ στις ομαδικές, ο διάλογος ακολουθεί μετά το τέλος αυτής. Ενώ το GIM έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως σε ενήλικες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε παιδιά ή εφήβους, παρότι οι στόχοι και ο τρόπος εφαρμογής της μεθόδου μπορεί να διαφέρουν. Ο σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου είναι η παρουσίαση των εφαρμογών του GIM σε παιδιά και εφήβους, ξεκινώντας από το πρωτότυπο μοντέλο GIM και συνεχίζοντας με τροποποιημένα μοντέλα, όπως έχουν χρησιμοποιηθεί σε διάφορες μελέτες. Αυτό θα επιτευχθεί με την ανασκόπηση των μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί χρησιμοποιώντας ψυχοθεραπεία GIM σε παιδιά και εφήβους σε σχολεία, μονάδες ατόμων με ειδικές ανάγκες, καθώς και ιατρικές ή ψυχιατρικές μονάδες. Όλες οι μελέτες περιγράφουν πρακτικές εφαρμογές του GIM με παιδιά και εφήβους, ενώ μερικές από αυτές έχουν ερευνητικό στόχο. Τέλος, το κείμενο συζητά προοπτικές για την εξέλιξη της μεθόδου GIM στο μέλλον με στόχο την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του ως μέθοδο μουσικής ψυχοθεραπείας σε νεαρούς ασθενείς.

 

Όλα τα παλαιότερα τεύχη διατίθενται από την Ε.Ε.Μ.Ε. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στα τηλ. 6939560404 και 2310858658 ή στην φόρμα επικοινωνίας