Σημείωμα των διευθυντριών σύνταξης

IMG

 

Το τεύχος 12 (2014) του περιοδικού Μουσικοπαιδαγωγικά, της ετήσιας επιστημονικής έκδοσης της Ελληνικής Ένωσης για τη Μουσική Εκπαίδευση (Ε.Ε.Μ.Ε.), είναι το πρώτο που εκδίδεται με νέα διεύθυνση σύνταξης. Μετά από μία επιτυχή πορεία δέκα ετών, ο προηγούμενος διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Κώστας Τσούγκρας (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) παρέδωσε τη σκυτάλη στη Ζωή Διονυσίου (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Ιόνιο Πανεπιστήμιο) και τη Μαίη Κοκκίδου (Π.Μ.Σ. «Σημειωτική και Επικοινωνία», Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας). Ο Κώστας Τσούγκρας, ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια εργάστηκε με επιστημονικό ήθος και υποδειγματική συνέπεια, θα συνεχίσει να στηρίζει την έκδοση του περιοδικού στην επεξεργασία κειμένων και σελιδοποίηση κάθε τεύχους.

 Το παρόν τεύχος φιλοξενεί πέντε άρθρα, εκ των οποίων τα τρία πρώτα είναι ερευνητικά και τα δύο επόμενα ιστορικά.

Η έρευνα της Διονυσίου είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς αποκαλύπτει αλλαγές στον ρόλο της οικογένειας στη δόμηση της σχέσης του παιδιού με τη μουσική. Στις μέρες μας, με τους ολοένα πιο απαιτητικούς ρυθμούς ζωής στη σύγχρονη οικογένεια, οι γονείς περνούν όλο και λιγότερο χρόνο με τα παιδιά τους, ενώ ξοδεύουν όλο και περισσότερα χρήματα στην ανατροφή τους. Αυτό που είναι καλό να θυμόμαστε είναι πως η επικοινωνία του γονέα με το παιδί μέσω της μουσικής είναι πολύ σημαντική και πως η αποδυνάμωση αυτής της μορφής επικοινωνίας μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του παιδιού. Ίσως όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί μουσικής πρέπει να υπενθυμίσουμε στους γονείς των μαθητών μας ότι η μουσική είναι ένα εξαίρετο μέσο που ισχυροποιεί τους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας και μπορεί να δημιουργήσει μία χαλαρωτική και ευχάριστη ατμόσφαιρα στο σπίτι.βιβλιογραφικά. Η Ζωή Διονυσίου, στο άρθρο με τίτλο «Η μουσική ζωή στην ελληνική οικογένεια με παιδιά 0-6 ετών» παρουσιάζει τα αποτελέσματα μίας διαδικτυακής έρευνας με ερωτηματολόγιο που εστίασε στους όρους της μουσικής επικοινωνίας μεταξύ των γονέων και των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Μερικά από τα ερωτήματα τα οποία πραγματεύεται η ερευνήτρια είναι: ποια είναι η θέση της μουσικής στη σημερινή ελληνική οικογένεια; τραγουδούν οι γονείς με τα παιδιά τους και για τα παιδιά τους; παίζουν μουσικά οι γονείς με τα παιδιά τους; πώς εμπλέκεται η μουσική στη φροντίδα των βρεφών και των νηπίων; Οι στόχοι της έρευνας της Διονυσίου ήταν: α) η καταγραφή των συνηθειών σχετικά με τη μουσική που έχουν οι ελληνικές οικογένειες με παιδιά νεογέννητα έως 6 ετών, β) η διερεύνηση της στάσης και των πρακτικών των γονιών σχετικά με την ακρόαση και τη δημιουργία μουσικής στο σπίτι, και γ) η επιβεβαίωση ή διάψευση της υπόθεσης ότι η παρακολούθηση μαθημάτων μουσικής για βρέφη και νήπια αλλάζει τις στάσεις και συνήθειες των γονιών σχετικά με τη μουσική ζωή στην οικογένεια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι Έλληνες γονείς χρησιμοποιούν τη μουσική ως καθημερινή δραστηριότητα στην ανατροφή των παιδιών τους, εκτιμούν τη μουσική και ακούν πολύ συχνά μουσική στο σπίτι. Ωστόσο, η δυναμική της μουσικής επικοινωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών παρουσιάζει ύφεση στον τρίτο χρόνο της ζωής του παιδιού, ίσως διότι τότε οι γονείς επικεντρώνονται περισσότερο στην κατανόηση και παραγωγή του γραπτού λόγου (ανάγνωση και γραφή).

Στο δεύτερο άρθρο αυτού του τεύχους «Μουσική και τηλεοπτική διαφήμιση: μία σημειωτική προσέγγιση με μουσικοπαιδαγωγικές εφαρμογές» της Ελένης Τσακιρίδου και της Μαίης Κοκκίδου παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μίας έρευνας με υλικό 391 τηλεοπτικές διαφημίσεις. Οι ερευνήτριες εστιάζουν στον λειτουργικό ρόλο της μουσικής στην τηλεοπτική διαφήμιση, δίνοντας έμφαση στη σημειωτική ανάλυση του μουσικού/ηχητικού μηνύματος, κυρίως μέσα από την αναζήτηση των συνδηλώσεων. Μετά από μία σύντομη εισαγωγή αναφορικά με την προσέγγιση της μουσικής ως σημειωτικό κώδικα, οι συγγραφείς περιγράφουν τον λειτουργικό ρόλο της μουσικής στην τηλεοπτική διαφήμιση και εξετάζουν τους όρους της μουσικής επικοινωνίας και της χρήσης και πρόσληψης της μουσικής μέσα στο πολυτροπικό περιβάλλον της διαφήμισης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η μουσική των διαφημίσεων, αν και καλύπτει μεγάλο μέρος από την ποικιλία του σημερινού μουσικού ορίζοντα, κυριαρχείται από τραγούδια και κομμάτια δημοφιλούς μουσικής (ποπ, ροκ, και ποπ-ροκ στιλ). Η χρήση της μουσικής είναι στερεοτυπική ενώ η ειδολογική τυπολογία φαίνεται ότι λειτουργεί προς όφελος των στόχων των διαφημιστών. Κατά αυτή την έννοια, η μουσική της διαφήμισης «μορφοποιεί» το target group, καθώς είτε δημιουργείται είτε επιλέγεται πάντα σε σχέση με ειδικά χαρακτηριστικά των υποψήφιων καταναλωτών (φύλο, ηλικία, τάξη) και είναι ένας πολιτισμικός καθρέφτης που αντανακλά το κοινωνικό νόημα διαφόρων ειδών μουσικής. Τα αποτελέσματα της έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς μουσικής, αλλά και από τους εκπαιδευτικούς γενικής παιδείας, για να βοηθήσουν τους μαθητές να σταθούν κριτικά απέναντι στους μηχανισμούς της διαφήμισης που τους θέλουν παθητικούς δέκτες. Καθώς η τηλεοπτική διαφήμιση είναι μέσα στην καθημερινότητα των μαθητών, οι μαθητές μπορούν να αντλήσουν από προσωπικές εμπειρίες και να εξετάσουν εκ νέου τις στάσεις τους και τις αντιλήψεις του για τα μουσικά περιβάλλοντα και να καταλάβουν τη σημασία του «φιλτραρίσματος» κάθε πληροφορίας με απώτερο στόχο να μπορούν να ακούνε κάθε μουσική ενεργητικά, περισσότερο συνειδητά και, πάνω από όλα, κριτικά. Τα τελευταία χρόνια, οι μαθησιακές δυσκολίες βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών μελετών που επιχειρούν να εντοπίσουν τα χαρακτηριστικά τους και να βρούνε αποτελεσματικούς τρόπους για να βοηθήσουν τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, μέσα από ειδικά προγράμματα αποκατάστασης.

Στο τρίτο άρθρο με τίτλο «Αξιολόγηση της μουσικής ακουστικότητας σε παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες» παρουσιάζεται το πλαίσιο και τα αποτελέσματα της έρευνας που εκπόνησαν ο Ανάργυρος Καραπέτσας, η Ειρήνη-Ροδόπη Λασκαράκη και ο Νικόλαος Ζυγούρης. Οι ερευνητές μελέτησαν συγκριτικά τη μουσική ακουστικότητα 10 παιδιών με δυσλεξία που παρακολουθούσαν τμήμα ένταξης και 10 παιδιών ίδιου φύλου και ηλικίας που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Το σύνολο των συμμετεχόντων ήταν μαθητές των τάξεων Β ́, Γ ́ και Δ ́ Δημοτικού. Το εργαλείο αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το PMMA (Primary Measures of Music Audiation) του Edwin Gordon (1979) το οποίο σταθμίστηκε για τον ελληνικό πληθυσμό από τους Στάμου, Schmidt & Humphreys το 2006 (Στοιχειώδεις Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας). Η βασική ερευνητική υπόθεση ήταν ότι τα παιδιά με δυσλεξία θα σημειώσουν χαμηλότερες επιδόσεις (χαμηλότερους μέσους όρους στις σωστές απαντήσεις) αναφορικά με δοκιμασίες δύο βασικών μουσικών δεξιοτήτων, αυτών της αντίληψης του τονικού ύψους και του ρυθμού, σε σύγκριση με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα παιδιά με δυσλεξία σημείωσαν στατιστικά σημαντικές χαμηλότερες επιδόσεις στις κλίμακες μέτρησης της μουσικής ακουστικότητας του PMMA, τόσο στη διάκριση του ρυθμού όσο και της μελωδίας, σε σύγκριση με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Το συμπέρασμα είναι ότι τα παιδιά με δυσλεξία δεν επεξεργάζονται επαρκώς τον ρυθμό και το τονικό ύψος των μουσικών-ακουστικών ερεθισμάτων. Οι ερευνητές τονίζουν ότι το έλλειμμα στην αντίληψη του τονικού ύψους των γλωσσικών ήχων, των γλωσσικών φθόγγων, οδηγεί στην διαμόρφωση λανθασμένων ή ανεπαρκών φωνολογικών αναπαραστάσεων που επηρεάζουν τις δεξιότητες ανάγνωσης των μαθητών. Η αδυναμία στην αντίληψη του τονικού ύψους φαίνεται ότι ενισχύει τη θεωρία της ελλειμματικής ακουστικής επεξεργασίας και διάκρισης των ατόμων με δυσλεξία. Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων παρέμβασης και στήριξης παιδιών με δυσλεξία.

Στο άρθρο τους με τίτλο «Διδακτικές Μέθοδοι της Ψαλτικής Τέχνης (Ι ́-ΙΘ ́ αιώνες)», ο Ιωάννης Λιάκος και η Σέβη Μαζέρα μας εισάγουν στον μουσικό πολιτισμό της Ψαλτικής Τέχνης, που έχει ως κύριο αντικείμενο τη μελική ένδυση του υμνογραφικού λόγου της Εκκλησίας. Ο υπερχιλιετής γραπτός βυζαντινός μουσικός πολιτισμός συνοδεύτηκε από παράλληλες προσπάθειες ανεύρεσης τρόπων διδακτικής και πρακτικής εφαρμογής. Εμφανίστηκαν έτσι μέθοδοι μουσικής διδασκαλίας της Ψαλτικής Τέχνης (γνωστών ή ανώνυμων μελουργών- διδασκάλων) που συνδυάζουν τις θεωρητικές παραμέτρους με την πρακτική εκμάθησής της. Οι συγγραφείς, μέσα από επισταμένη επισκόπηση πηγών (χειρόγραφα, εγχειρίδια, πραγματείες, κ.ά.) παραθέτουν τις αρχές της Ψαλτικής Τέχνης, περιγράφουν την εικόνα του ιδανικού δασκάλου και του ιδανικού μαθητή σύμφωνα με αυτές, αναφέρονται στα περιεχόμενα και τις μεθόδους διδασκαλίας της Ψαλτικής, και δίνουν πληροφορίες για τη σημειογραφία. Η γνώση των παραδόσεων στις πρακτικές διδασκαλίας-μάθησης της Ψαλτικής βοηθά τον αναγνώστη να διαμορφώσει μία άποψη για τις γενικότερες αξίες της κοινωνίας της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. Στο πεδίο της Μουσικής Εκπαίδευσης, η επαφή των μαθητών με τις παραδόσεις της Ψαλτικής θα τους βοηθήσει να αντιληφθούν την αυθεντικότητα και το μυσταγωγικό και λειτουργικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής μουσικής, να καταλάβουν ότι δεν είναι μουσειακό είδος καθώς διατηρείται ζωντανή μέσα από το λατρευτικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να μυηθούν στην ιδιαίτερη γοητεία των βυζαντινών ύμνων. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι να μην προσεγγιστεί το εν λόγω αντικείμενο εν είδει κατήχησης, αλλά ως ένα παράδειγμα καλλιτεχνικής έκφρασης του θρησκευτικού αισθήματος. Ακόμα, μπορούν να ακολουθήσουν συγκρίσεις με τις μουσικές θρησκευτικές παραδόσεις άλλων λαών και να σχεδιαστεί ένα project διαπολιτισμικής αγωγής.

Στο τελευταίο άρθρο αυτού του τεύχους «Πώς εδιδάσκοντο άλλοτε τα ελληνόπουλα: Η διδασκαλία της Μουσικής στην εκπαίδευση κατά τον 19ο αιώνα» ο Γιάννης Σταύρου παρουσιάζει και συζητά τη θέση της μουσικής στην εκπαίδευση από το 1834, έτος έκδοσης του πρώτου Νομικού Διατάγματος για την εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος, μέχρι το 1893. Η καταγραφή του πλαισίου διδασκαλίας του μαθήματος της μουσικής στην εκπαίδευση του 19ου αιώνα παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, καθώς μέχρι το 1894 δεν υπήρχαν επίσημα αναλυτικά προγράμματα για το μάθημα. Οι γνώσεις μας για τη μουσική εκπαίδευση του 19ου αιώνα συνήθως προέρχονται από αναλυτικά προγράμματα και διδακτικά εγχειρίδια, που όμως αδυνατούν να δώσουν την πραγματικότητα από την άλλη σκοπιά, δηλαδή το τι ακριβώς γινόταν στην σχολική τάξη. Ο συγγραφέας ανέτρεξε σε ποικίλες πηγές (εγκυκλίους, κείμενα παιδαγωγών και επιθεωρητών, άλλα επίσημα έγγραφα) για να μας παραδώσει μία πιο σαφή εικόνα για την ιστορία του μαθήματος και ειδικότερα της πραγματικής κατάστασης στη σχολική τάξη του 19ου αιώνα. Ο Σταύρου επικεντρώνεται στη θέση της μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αυτής της περιόδου, στους τρόπους διδασκαλίας, στο μουσικό- εκπαιδευτικό υλικό και στη σχέση των παραπάνω με τους σκοπούς της εκπαίδευσης και τη γενικότερη εκπαιδευτική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Σταύρου, για το μάθημα της μουσικής κατά τον 19ο αιώνα οι ξένες επιρροές ήταν καταλυτικές, κυρίως αναφορικά με την προέλευση και το ύφος των τραγουδιών. Η θεματολογία των τραγουδιών επηρεάστηκε από τους γενικότερους σκοπούς της εκπαίδευσης για την καλλιέργεια της ηθικής, θρησκευτικής και, αργότερα, της εθνικής συνείδησης. Η απουσία αναλυτικών προγραμμάτων, η ανεπαρκής εκπαίδευση των δασκάλων καθώς και η γενικότερη αντίληψη που επικρατούσε στην κοινωνία για τη μουσική, οδήγησαν στην υποβάθμιση του μαθήματος το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν διδασκόταν ή, στη συνέχεια, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπιζόταν ως «δευτερεύον» μάθημα, ως ευκαιριακή δραστηριότητα στα πλαίσια των εθνικών και άλλων γιορτών. Η έρευνα του Σταύρου μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ρίζες πολλών από τα σημερινά προβλήματα στη σχολική μουσική εκπαίδευση και να στοχαστούμε για το κατά πόσο έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις της κοινωνίας για την αξία του μαθήματος της μουσικής.

 

Οι διευθύντριες σύνταξης ελπίζουμε να συνεχίσουμε με επιτυχία την παράδοση των Μουσικοπαιδαγωγικών σύμφωνα με τα υψηλά πρότυπα που έθεσε και διαφύλαξε ο προηγούμενος διευθυντής σύνταξης. Θεωρούμε ότι τα Μουσικοπαιδαγωγικά μπορούν να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της μουσικής εκπαίδευσης μέσα από την ενημέρωση των μουσικοπαιδαγωγών, των εκπαιδευτικών μουσικής και των εκπαιδευτικών γενικής παιδείας για νέα ερευνητικά ευρήματα και σημαντικά ερευνητικά projects που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Το περιοδικό θα συνεχίσει να δίνει βήμα σε κάθε νέο ή έμπειρο ερευνητή, να φιλοξενεί επιστημονικά άρθρα, ερευνητικές μελέτες (ποιοτικές ή ποσοτικές) και μελέτες που βασίζονται σε κριτική βιβλιογραφική επισκόπηση στο πεδίο της Μουσικής Παιδαγωγικής. Συνολικά, πιστεύουμε ότι μέσα από το περιοδικό πρέπει και μπορούν να ακούγονται όλες οι φωνές, καθώς έτσι μόνο θα αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος για τα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος μας.

 Ζωή Διονυσίου & Μαίη Κοκκίδου